διαβάζει

διαβάζει
διά-βάζω
speak
pres ind mp 2nd sg
διά-βάζω
speak
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… …   Dictionary of Greek

  • Yalo yalo — Yaló Yaló (en grec : Γιαλό γιαλό) est une chanson traditionnelle grecque, du folklore des Îles Ioniennes. Sommaire 1 La chanson 2 Interprétations 3 Yalo Yalo au cinéma …   Wikipédia en Français

  • αναγνώστης — Ο όρος, εκτός από την καθιερωμένη του έννοια (αυτός που διαβάζει γενικά ένα γραπτό κείμενο), αναφέρεται ειδικότερα σε μια κατηγορία εργαζομένων στον χώρο του βιβλίου, που έχουν την ευθύνη να διαβάσουν ένα έργο που προτείνεται προς έκδοση και να… …   Dictionary of Greek

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • εφημεριδοφάγος — ο αυτός που διαβάζει πολλές εφημερίδες ή που διαβάζει άπληστα ώς την τελευταία γραμμή την εφημερίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφημερίς, ίδος + φαγος (< θ. φαγ τού αορ. έφαγον τού εσθίω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • λαθραναγνώστης — ο αυτός που διαβάζει λαθραία, χωρίς να αγοράζει το έντυπο που διαβάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + ἀναγνώστης] …   Dictionary of Greek

  • παπατρέχας — ο 1. ιερέας που διαβάζει πολύ γρήγορα τα κείμενα τής ακολουθίας 2. αυτός που διαβάζει, λέγει ή κάνει κάτι πολύ γρήγορα και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς + τρέχω] …   Dictionary of Greek

  • ωραίο — ονομάζεται καθετί που αρέσει σε εκείνον που το βλέπει, το διαβάζει ή το ακούει, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή με τις σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρουμένου προσώπου ή… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • αναγνώστης — ο θηλ. στρια 1. αυτός που διαβάζει: Μερικοί αναγνώστες εφημερίδων κάνουν υποδείξεις για την ύλη που θα ήθελαν να δημοσιεύεται. 2. αυτός που διαβάζει για να ακούν άλλοι: Χρόνια τώρα κάθε βράδυ γινόταν αναγνώστης για χάρη του παππού και της γιαγιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”